Αποτελεί το σπανιότερο είδος γύπα (δηλαδή πτωματοφάγου αρπακτικού) από τα τέσσερα που συναντώνται στην Ευρώπη. Κινδυνεύει με εξαφάνιση και προστατεύεται από την ελληνική και τη διεθνή νομοθεσία.
Στην Ελλάδα, ο κυριότερος όγκος του πληθυσμού (20-25) βρίσκεται στην Κρήτη. Είναι ο μοναδικός βιώσιμος πληθυσμός στη χώρα μας και τα Βαλκάνια, καθώς και ο μεγαλύτερος νησιωτικός του είδους στην Ευρώπη και τον κόσμο.
Η κύρια πηγή τροφής των γυπαετών είναι τα κόκαλα των νεκρών ζώων, μικρού ή μεσαίου μεγέθους. Συνήθως ζουν ανά ζεύγη και υπερασπίζονται τεράστιες εκτάσεις («επικράτειες»), στις οποίες τρέφονται και φωλιάζουν, ενώ δύσκολα ανέχονται μέσα σε αυτές την παρουσία άλλων ενήλικων ατόμων του ίδιου είδους.
ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ
Είναι ένα είδος γύπα που αναγνωρίζεται εύκολα από τις μακριές, μυτερές φτερούγες του και τη μεγάλη ρομβοειδή ουρά του. Χαρακτηριστικά επίσης είναι το δυναμικό και γρήγορο πέταγμά του και οι ελιγμοί του, παρά το μεγάλο βάρος του, που φτάνει τα πέντε έως επτά κιλά, και το άνοιγμα των φτερών του, που φτάνει τα 2,80 μέτρα στα ενήλικα άτομα.
Τα νεαρά πουλιά έχουν γκρίζο χρώμα, ενώ τα ενήλικα ασπροκίτρινο κεφάλι και ξανθοκάστανο ή πορτοκαλί σώμα. Οι φτερούγες και η ουρά είναι γκριζόμαυρες από πάνω και καστανόμαυρες από την κάτω πλευρά τους. Το χρώμα της κοιλιάς οφείλεται στο «μακιγιάρισμα» των φτερών του με οξείδια του σιδήρου, που προσλαμβάνει, καθώς τρίβεται στα ασβεστολιθικά πετρώματα. Όταν αυτά λείπουν, το χρώμα του είναι σαν «λερωμένο άσπρο». Στο κεφάλι, κοντά στο ράμφος, φέρει μια μακριά τούφα με μαύρες «τρίχες» που μοιάζει με γένι.
Οι γυπαετοί ζουν μόνοι ή κατά ζεύγη σε μια επιφάνεια 350 τ. χλμ., την οποία υπερασπίζονται, όταν απειλoύνται από άτομα του ίδιου είδους. Φωλιάζουν αποκλειστικά σε ημιορεινά και ορεινά οικοσυστήματα (500-4.000μ.) μέσα σε μικρές σπηλιές, εσοχές ή προεξοχές ψηλών ορθοπλαγιών και πάντα σχεδόν σε φαράγγια ή κατακόρυφα βράχια.
ΕΞΑΠΛΩΣΗ
Αρκετά συνηθισμένο είδος μέχρι τις αρχές του 20ου αιώνα, ο γυπαετός ζούσε σε όλα σχεδόν τα βραχώδη βουνά, τόσο της κυρίως όσο και της νησιωτικής Ελλάδας. Παλαιότερα φώλιαζε στις Κυκλάδες, τη Λευκάδα, το Ναύπλιο, τον Ταΰγετο, το Χελμό και τη Ρόδο, όπου τον ονόμαζαν «Χαλιναρά», επειδή τα μουστάκια του θυμίζουν χαλινάρια.
Σήμερα έχει εξαφανιστεί από όλες αυτές τις περιοχές. Ο κύριος όγκος του πληθυσμού βρίσκεται στην Κρήτη (25 άτομα) και κυρίως στο Φαράγγι της Σαμαριάς στο Νομό Χανίων, ενώ στην ηπειρωτική Ελλάδα απαντώνται ελάχιστα άτομα.
Στην Ευρώπη συναντάται στην οροσειρά των Πυρηναίων (Ισπανία-Γαλλία, 77 ζευγάρια), στο νησί της Κορσικής (10 ζευγάρια) και στα Βαλκάνια (2-3 ζευγάρια). Στις Αλπεις το είδος έχει επανεισαχθεί τα τελευταία χρόνια (80 άτομα).
Στο πλαίσιο του προγράμματος LIFE-ΦΥΣΗ 1998, το Μουσείο Φυσικής Ιστορίας Κρήτης και η Ελληνική Ορνιθολογική Εταιρεία υλοποιούν ένα πρόγραμμα με θέμα τη «Διατήρηση-Προστασία του Γυπαετού στην Ελλάδα».
Το πρόγραμμα ξεκίνησε τον Οκτώβριο του 1998 και θα ολοκληρωθηκε στα τέλη Νοεμβρίου του 2001. Εφαρμόστηκε σε δέκα ορεινές περιοχές της Ελλάδας που ανήκουν στο Δίκτυο «Φύση 2000»: επτά στην Κρήτη (Όρη Σελίνου, Λευκά Όρη, Ασή Γωνιά - Καλλικράτης - Ασφένδου, Ψηλορείτης, Κέδρος, Αστερούσια, Δίκτη) και τρεις στην ηπειρωτική Ελλάδα (Παρνασσός, Γκιώνα, Όλυμπος), που αποτελούν τα τελευταία καταφύγια του είδους στη χώρα μας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου